Ελένη Zαχαριάδου
Η δασκάλα που εργάστηκε άοκνα και εμπλούτισε τις παιδικές ψυχές με νάματα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Αυτή είναι η Ελένη Ζαχαριάδου.
Δημήτρης Λιπέρτης
Ο Δημήτρης Λιπέρτης είναι ένας σημαντικός σύγχρονος ποιητής, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της κυπριακής διαλεκτικής ποίησης. Γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1866 και πέθανε στη Λευκωσία το 1937. Ο πατέρας του Θεοφάνης Λιπέρτης, καταγόμενος από την Κερύνεια, ασχολείτο στη Λάρνακα με το εμπόριο και είχε εγκατασταθεί στην πόλη αυτή, με τη βοήθεια και του επισκόπου Κιτίου Μελετίου, που ήταν συγγενής του. Η μητέρα του Κοκονού, της οικογένειας Μοδινού, ήταν γνωστή για την ομορφιά της.
Ο Δημήτρης Λιπέρτης διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στη Λάρνακα, αρχικά κοντά στο θείο του Χαρίτωνα που ήταν εφημέριος στον μητροπολιτικό ναό του Σωτήρος και στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολαρχείο της ίδιας πόλης. Ευτύχησε να έχει ικανούς δασκάλους, όπως ο Ιερώνυμος Βαρλαάμ, σημαντικός λόγιος της εποχής, οι επίσης λόγιοι Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, Χρύσανθος Ιωαννίδης, μετέπειτα ο επίσκοπος Κερύνειας και Κιτίου, Διάμαντος Θεμιστοκλέους. Ο Λιπέρτης φοίτησε επίσης για πολύ σύντομο διάστημα και κοντά στο μεγάλο δάσκαλο Ανδρέα Θεμιστοκλέους, στη Λεμεσό. Ενδιαφέρον επέδειξε ο Λιπέρτης στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και το 1880 έφυγε για τη Βηρυτό για περαιτέρω σπουδές. Μέχρι το 1884 σπούδασε στη Βηρυτό ξένες γλώσσες (αγγλική, γαλλική) στο Αμερικάνικο Κολέγιο και στη Σχολή των Ιησουϊτών.
Επιστρέφοντας στην Κύπρο, εργάστηκε αρχικά από το 1885 μέχρι το 1890, ως γραμματέας στο δικαστήριο της Λάρνακας. Την επόμενη δεκαετία, εργάστηκε σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις, όπως πληρωτής στα δημόσια έργα, πληρωτής για την ακρίδα, επόπτης για τις ασθένειες των αμπελιών, επόπτης ακτοφυλακής κ.α. Εξαιτίας των εργασιών του αυτών, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλά την κυπριακή ύπαιθρο και τους γνήσιους ανθρώπους της, που θα τραγουδήσει αργότερα με τρόπο αριστοτεχνικό και με άριστη γνώση της κυπριακής τοπολαλιάς, στα ποιήματά του. Την ύπαιθρο και τους ανθρώπους της, θα ζήσει και αργότερα, τόσο εξαιτίας της εργασίας του, όσο και ως επισκέπτης της.
Το 1900-1901 έλειψε και πάλι από την Κύπρο. Πήγε στη Νεάπολη της Ιταλίας όπου παρακολούθησε φιλοσοφικά μαθήματα, και στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα θεολογίας. Ταξίδεψε επίσης στην Αίγυπτο, αναζητώντας εργασία.
Από το 1910 άρχισε νέα σταδιοδρομία ως εκπαιδευτικός. Κατά το διάστημα 1910-1912 εργάστηκε ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Εργάστηκε στη συνέχεια ως καθηγητής στη Σχολή Λεμύθου (1913-1916) και τέλος, στην Αγγλική Σχολή της Λευκωσίας για πολλά χρόνια. Κατά το διάστημα αυτό δεν απέφευγε να επισκέπτεται και τις άλλες πόλεις αλλά και την ύπαιθρο. Παραθέριζε δε τακτικά στη Βάσα Κοιλανίου και σε άλλα χωριά.
Την εμφάνισή του στον χώρο της ποίησης έκαμε ο Λιπέρτης το 1891, με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Τίτλος της: “Χαλαρωμένη Λύρα”, εξεδόθη στη Λευκωσία και ήταν αφιερωμένη στον δάσκαλό του, ποιητή Ιερώνυμο Βαρλαάμ. Η πρώτη αυτή ποιητική συλλογή, περιελάμβανε ποιήματα γραμμένα στην καθαρεύουσα και στη δημοτική, της εποχής εκείνης. Όπως και η επόμενη ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Στόνοι» που εξεδόθη στη Λάρνακα 7 χρόνια αργότερα, το 1898, είναι εμποτισμένη με το ρομαντικό κλίμα των τελευταίων δεκαετιών του 19 ου αιώνα. Τον νέο ακόμη τότε Λιπέρτη επηρέασε μεταξύ άλλων, και το έργο της «Φαναριώτισσας» ποιήτριας Βιργινίας Ευαγγελίδου, που τον γνώριζε από τις δημοσιεύσεις στο περιοδικό «Κόσμος» της Κωνσταντινουπόλεως. Ένα ποίημα της «Χαλαρωμένης Λύρας του», ο Λιπέρτης είχε αφιερώσει στην Ευαγγελίδου.
Παρά το ότι στους Στόνους, σ’ αντίθεση προς την πρώτη συλλογή, υπερισχύουν τα γραμμένα στη δημοτική ποιήματα, ωστόσο ο Λιπέρτης δεν έχει ακόμη βρει το δρόμο του. Επηρεασμένος και από το αστικό περιβάλλον της Λάρνακας, αλλά και από το συντηρητικό κλίμα της εποχής και τους ίδιους τους λογίους δασκάλους του, θα χρειαστεί αρκετά ακόμη χρόνια για να στραφεί προς την γραφή στο τοπικό κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα και στην άντληση θεμάτων από τους απλούς ανθρώπους της ίδιάς του της πατρίδας. Στη σημαντική αυτή και οριστική στροφή, φαίνεται ότι είχε συμβάλει αποφασιστικά η γνώμη του με το ποιητικό έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη, του οποίου το βιβλίο Ποιήματα εξεδόθη στη Λεμεσό το 1911. Η προσωπική του σχέση με λογίους που ασχολήθηκαν με το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα και τον πνευματικό και λαογραφικό πλούτο της Κύπρου (Α. Σακελλάριος, Γ. Λουκά, Σ. Μενάρδος), δεν ήταν άσχετη με τις νέες αναζητήσεις του Λιπέρτη.
Ωστόσο θα περάσουν και άλλα ακόμη χρόνια, μέχρι να εκδώσει μια νέα ποιητική συλλογή. Η νέα (Τρίτη) συλλογή του εκδίδεται το 1923. Πρόκειται για συλλογή ποιημάτων στην κυπριακή τοπολαλιά, που αποτέλεσε και τον πρώτο τόμο του, γραμμένο στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα του έργου του. Τίτλος της συλλογής: «Τζ’ υπριώτικα Τραούδκια.»